κόπρον

English (LSJ)

τό, used for κόπρος, ἡ, acc. to Gal.12.290.

Greek Monolingual

κόπρον, τὸ (ΑM)
κόπρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) με αλλαγή γένους].