κόστον

English (LSJ)

τό, v. κόστος, ὁ.

Greek Monolingual

κόστον, τὸ (Α)
το αρωματικό φυτό κόστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. κόστος (Ι), ο].