κύναρος

English (LSJ)

ἄκανθα, = κυνάρα.

German (Pape)

[Seite 1531] s. κυνάρα.

Greek Monolingual

κύναρος, ἡ (Α)
φρ. «κύναρος ἄκανθα» — αγκινάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κυνάρα].

Russian (Dvoretsky)

κύνᾰρος: ἄκανθα (ῠ) ἡ Soph. = κυνάκανθα.