κύρβος

English (LSJ)

εος, τό, = κύρβις, Call.Fr.564.

Greek (Liddell-Scott)

κύρβος: τό, = κύρβις, Καλλ. κατὰ τὸν Ἑλλάδιον ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 532. 9.