κύρβις

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Middle Liddell

I. κύρβεις, κύρβιες, triangular tablets, fitted at the angles so as to form a pyramid of three sides, and having the earliest laws written on the sides, Ar., Plat.
II. in sg. metaph. of a pettifogging lawyer, Ar.

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ) :
rar. au sg., d'ord. au pl. οἱ κύρβεις, εων;
ion. κύρβιες, ων;
1 touj. au pl. table formant une sorte de pyramide à trois côtés tournant sur un pivot et où étaient inscrites les anciennes lois d'Athènes (cf. ἄξονες) ; en gén. toute table de lois;
2 table en gén.
Étymologie: DELG origine inconnue ; emprunt possible ou probable.

Russian (Dvoretsky)

κύρβις: εως, ион. ιος ἡ и ὁ (преимущ. pl. κύρβεις - ион. κύρβιες)
1 скрижаль (вращающийся столб в форме трехгранной пирамиды с начертанными на нем законами) Arst., Plut.: θύειν τὰς θυσίας τὰς ἐκ τῶν κύρβεων Lys. совершать жертвоприношения согласно скрижалям;
2 ирон. ходячий свод законов, законник, крючкотвор Arph.;
3 столп: κύρβιες Ἀλκείδαο Anth. столпы Алкида, т. е. Геракловы;
4 таблица: κύρβεις γηραλέαι Anth. древние таблицы (с текстом Гомеровских поэм).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύρβις -εως, ἡ inscriptieplaat (spec. in Athene met de oudste wetteksten).

Greek Monolingual

κύρβεις, -εων και κύρβιες, αἱ και οί (Α)
1. τριγωνικοί ξύλινοι ή χάλκινοι ή λίθινοι πίνακες ενωμένοι σε τρίεδρη πυραμίδα η οποία στρεφόταν γύρω από άξονα, πάνω στους οποίους ήταν γραμμένοι οι αρχαιότατοι νόμοι («ἀναγράψαντες δὲ τοὺς νόμους εἰς τοὺς κύρβεις, ἔστησαν ἐν τῇ στοᾷ τῇ βασιλείῳ», Αριστοτ.)
2. πίνακας ή στήλη με επιγραφές που περιείχαν νόμους ή δόγματα ή αποφάσεις
3. γεωγραφικοί πίνακες
4. τοιχογραφίες
5. οι στήλες του Ηρακλέους
6. (θηλ. στον εν.) κύρβις
η εταίρα
7. (το αρσ. στον εν.) κύρβις
α) νομικός λεπτολόγος που ασχολείται με μηδαμινά πράγματα
β) η σκυτάλη τών Σπαρτιατών
γ) πινακίδιο
8. φρ. «κύρβεις γηραλέαι» — τα ποιήματα του Ομήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., που συνδέεται ίσως με τη λ. κύρβη].