κώθωνας

Greek Monolingual

ο (Α κώθων, -ωνος)
μεταλλικό σκεύος για το πρωινό ρόφημα τών ναυτών
αρχ.
1. είδος λακωνικού ποτηριού με μικρές λαβές και παχύ στόμιο που χρησιμοποιούσαν οι στρατιώτες και οι ναύτες
2. συμπόσιο, ευωχία
3. κῶθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τα κύαθος, κηθίς. Το θ. της λ. εμφανίζεται στα ανθρωπωνύμια Κώθων, Κωθωνίας].