λάβα

Greek Monolingual

η
φυσικό ρευστό πετρογενές τήγ
μα από το εσωτερικό της Γης που εκχύνεται στην επιφάνειά της με θερμοκρασίες που κυμαίνονται από 700° έως 1.200°C.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lava «πλημμύρα» < λατ. lavare «πλύνω»].