μυῖα (Polyrrhen.), Hsch. λαταία· παραξιφίς, καὶ ἡ περὶ ζώνην μάχαιρα, Id.
λάττα: «μυῖα» Ἡσύχ.
λάττα (Α)(κατά τον Ησύχ.) «μυῖα».