λέλασμαι

English (LSJ)

v. λανθάνω.

French (Bailly abrégé)

pf. Pass. épq. et dor. de λανθάνω.

English (Autenrieth)

see λανθάνω.

Greek Monotonic

λέλασμαι: Επικ. αντί λέλησμαι, Παθ. παρακ. του λανθάνω.

Russian (Dvoretsky)

λέλασμαι: эп.-дор. pf. pass. к λανθάνω.