λέξο
English (LSJ)
Ep. aor. imper. Med. of λέχομαι.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
λέξο: эп. imper. aor. med. к λέγω I.
Greek (Liddell-Scott)
λέξο: ὡς τὸ λέξεο, Ἐπικ. προστ. μέσ. ἀόρ. συγκεκομ. τοῦ λέγω Α.
English (Autenrieth)
see λέγω.
Greek Monotonic
λέξο: Επικ. προστ. Παθ. αορ. αʹ του λέγω Α.