λέξο

English (LSJ)

Ep. aor. imper. Med. of λέχομαι.

French (Bailly abrégé)

ou λέξεο;
2ᵉ sg. impér. ao.2 Moy. épq. de λέγω¹, coucher.

Russian (Dvoretsky)

λέξο: эп. imper. aor. med. к λέγω I.

Greek (Liddell-Scott)

λέξο: ὡς τὸ λέξεο, Ἐπικ. προστ. μέσ. ἀόρ. συγκεκομ. τοῦ λέγω Α.

English (Autenrieth)

see λέγω.

Greek Monotonic

λέξο: Επικ. προστ. Παθ. αορ. αʹ του λέγω Α.