λέπιον

English (LSJ)

τό, Dim. of λέπος, thin rind, scurf, Hp.Coac.458; λ. τοῦ ἄρτου Sor.1.80.

German (Pape)

[Seite 29] τό, dim. zu λέπος, kleine Schuppe, dünne Rinde, Schorf, Hippocr. u. a. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

λέπιον: τό, λεπτὸς φλοιός, «φλοῦδα», Ἱππ. Κωακ. Προγν. 192.

Greek Monolingual

λέπιον, τὸ (ΑM, Μ και λέπιο)
βλ. λέπι.