λέπι

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source

Greek Monolingual

το (AM λέπιον, Μ και λέπιο) μικρό πετάλιο επιδερμίδας αποτελούμενο από συνεχόμενα κύτταρα κεράτινης στιβάδας το οποίο αποπίπτει σε διάφορες καταστάσεις, περισσότερο ή λιγότερο παθολογικές, όπως είναι οι υπερκερατώσεις ή η πιτυρίδα
νεοελλ.
1. μετάλλινο πετάλιο σε ένα αντικείμενο, φολίδα
2. βοτ. α) φύλλο, κατά κανόνα πολύ απλό ως προς τη μορφή και την κατασκευή του, το οποίο είναι στενά εφαρμοσμένο στο όργανο που το φέρει
β) φυτικό όργανο μικρού μεγέθους, πεπλατυσμένο συνήθως, που προέρχεται από ατροφικό φύλλο, αλλ. φυλλίδιο
νεοελλ.-μσν.
μικρή σκληρή κερατοειδής πλάκα που αποτελεί τμήμα του καλυπτήριου συστήματος πολλών ζώων, όπως τών ιχθύων, τών ερπετών, ορισμένων πτηνών και θηλαστικών κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λέπι < λέπιον < λέπος.