Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
λήγουσα
Greek Monolingual
η (AM λήγουσα) η προς τα δεξιά τελευταία συλλαβήκάθε λέξης, η οποία έχει περισσότερες από μία συλλαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. της ενεστ. μετοχής (λήγων, λήγουσα, λῆγον) του ρ. λήγω.