λήθιον,A causing forgetfulness, πόμα Zonar.II = λαθραῖος, Hsch.
λήθιος: -ον, προξενῶν, ἐπιφέρων λήθην, πόμα Ζωναρ. Λεξ. 1305. ΙΙ. = λαθραῖος, Ἡσύχ.
λήθιος, -ον (Α) λήθη1. αυτός που επιφέρει λήθη2. (κατά τον Ησύχ.) «λαθραῖος».
heimlich, Hesych., l.d., wie ληθικός.