λίβρα

Greek Monolingual

(I)
η
εμπορική μονάδα βάρους, η οποία διαφέρει κατά τόπους και εποχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. libra «λίτρα, ζυγός»].
(II)
λίβρα, ἡ (Μ)
είδος παλαιού γαλλικού νομίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. livre, παλαιά γαλλ. νομισματική μονάδα].