λαγγόνι

Greek Monolingual

και λαγγούνι, το
τα λαγαρά, οι λαγόνες, το μέρος του σώματος μεταξύ της μέσης και τών πλευρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λαγγόνιν < λαγγόνιον < λαγγών, -όνος + υποκορ. κατάλ. -ιον].