Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
λαγγόνι
Greek Monolingual
και λαγγούνι, το τα λαγαρά, οι λαγόνες, το μέρος του σώματος μεταξύ της μέσης και τών πλευρών. [ΕΤΥΜΟΛ.< μσν. λαγγόνιν<λαγγόνιον<λαγγών, -όνος+ υποκορ. κατάλ. -ιον].