λαζίνης

English (LSJ)

χαραδρίας, καλλαρίας ἰχθῦς, Hsch. (cf. μαζίνης).

German (Pape)

[Seite 5] ὁ, ein Vogel, der sonst χαράδριος heißt, u. ein Fisch, sonst μαζίνας, Hesych., zw.

Greek (Liddell-Scott)

λαζίνης: -ου, ὁ, πτηνόν τι, = χαραδριός, Ἡσύχ. ΙΙ. ἰχθύς τις, ἴσως ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ τοῦ μαζίνης, αὐτ.