μαζίνης

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαζίνης Medium diacritics: μαζίνης Low diacritics: μαζίνης Capitals: ΜΑΖΙΝΗΣ
Transliteration A: mazínēs Transliteration B: mazinēs Transliteration C: mazinis Beta Code: mazi/nhs

English (LSJ)

ὁ, f.l. for μάξεινος, Thphr. Fragmenta 171.2.

Greek (Liddell-Scott)

μαζίνης: ὁ, εἶδος ὀνίσκου, (καλλαρίας), Θεοφρ. Ἀποσπ. 12. 2· καλούμενος μαζὸς παρ’ Ἐπιχ. 47 Ahr.· μαζέας ὑπὸ Ξενοκρ. ἐν τῷ «περὶ ἀπὸ τῶν Ἐνύδρ. τροφ.» 12, ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ (ἐν σελ. 86)· μαζεινὸς ὑπὸ τοῦ Δωρίωνος παρ’ Ἀθην. 315F, πρβλ. 332Β.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
cabillaud, poisson.
Étymologie: DELG -.

German (Pape)

ὁ, = μάζινος, Ath. VIII.332b.