λαθοίατο

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. opt. ao.2 poét. Moy. de λανθάνω.

Greek Monotonic

λᾰθοίατο: Επικ. αντί -ουντο, Μέσ. ευκτ. αορ. βʹ του λανθάνω.