[Seite 12] ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, ἠώς, Luc. Tragod. 103.
ιδοςadj. f.brillante.Étymologie: λάμπω.
λαμπέτις, -ιδος, ἡ (Α)βλ. λαμπέτης.
λαμπέτις: ῐδος adj. f сияющая, блистающая (ἀώς Luc.).