λαμπέτης
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
λαμπέτου, ὁ, the lustrous one, coined to expl. λαμπετόωντι, Sch.Il.1.104:—fem. λαμπέτις, ιδος, Luc.Trag.103: also pr. n. Λαμπετίη, a daughter of Helios, Od.12.132; as epithet of Selene, Orph.H.9.9.
German (Pape)
[Seite 12] ὁ, der Leuchtende, Lycophr. 1068; vgl. Schol. Il. 1, 104.
Greek (Liddell-Scott)
λαμπέτης: -ου, ὁ, ὁ λαμπρός, ὁ λάμπων, Σχόλ. Ἰλ. Α. 104. θηλ. λαμπέτις, ιδος, Λουκ. Τραγῳδ. 103· - ὡσαύτως Λαμπετίη, θυγάτηρ τοῦ Ἡλίου, Ὀδ. Μ. 132.
Greek Monolingual
λαμπέτης, ὁ θηλ. λαμπέτις, -ιδος (Α)
αυτός που λάμπει, λαμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάμπω + -έτης (πρβλ. οφειλέτης)].