λαμπρομοιρίαι

Greek Monolingual

λαμπρομοιρίαι, αἱ (Α)
οι λαμπρές μοίρες του ζωδιακού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + μοῖραι, πληθ. του μοῖρα.