λαμόπτης

English (LSJ)

ὁ ἐπὶ τηλίας, Hsch. (Prob. = blear-eyed, cf. λήμη: perhaps λ.· ὀπτιλίας; cf. ὀπτιλίασις.)

Greek (Liddell-Scott)

λαμόπτης: -ου, ὁ, (λήμη), ἔχων λήμην, «τσιμπλιάρης», «λαμόπτης· ὁ ἐπιτηλείας» Ἡσύχ., ἀλλὰ νῦν διωρθώθη: «ὁ ἐπὶ τηλίας».

German (Pape)

[ᾱ], ὁ, der Triefäugige, Hesych. erkl. ἐπιτηλίας.