Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
λανάρι
Greek Monolingual
το (Μ λανάρι) εργαλείο με το οποίο ξαίνεται και καθαρίζεται το μαλλίπριν από το κλώσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ.< μσν. λανάριον, ουδ. του επιθ. λανάριος< λατ. lanarius «εριουργός» < λατ. lana, -ae «έριον, μαλλί»].