λανάρισμα

Greek Monolingual

το λαναρίζω
(κλωστοϋφ.) μέθοδος κατεργασίας νημάτων κατά την οποία οι ίνες που τά αποτελούν διαχωρίζονται, καθαρίζονται και παραλληλίζονται μεταξύ τους.