λαρύγγι

Greek Monolingual

το (Α λαρύγγιον) λάρυγξ
νεοελλ.
1. ο λάρυγγας
2. φρ. α) «θα του στρίψω το λαρύγγι» — θα τον πνίξω
β) «έβγαλα το λαρύγγι μου» — φώναξα πάρα πολύ δυνατά
αρχ.
υποκορ. του λάρυγξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαρύγγ-ιον < θ. λαρυγγ-(λάρυγξ) + υποκορ. κατάλ. -ιον].