λάρυγγας
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
Greek Monolingual
ο (AM λάρυγξ, λάρυγγος)
ουσιώδες όργανο της φώνησης στο άνω μεσαίο τμήμα του τραχήλου εμπρός από τον φάρυγγα, το οποίο επιτρέπει την είσοδο του αέρα στην τραχεία, με την οποία και συνέχεται («τὰ μὲν οὖν φωνήεντα ἡ φωνὴ καὶ ὁ λάρυγξ ἀφίησι», Αριστοτ.)
νεοελλ.
ζωολ. το σκελετικό στήριγμα της γλωττιδικής περιοχής των ζώων
(μσν. -αρχ.) ο φάρυγγας
αρχ.
1. η τραχεία αρτηρία
2. (για πρόσ.) λαίμαργος
3. φρ. «γλυκὺς λάρυγξ» — ομιλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. να έχει σχηματιστεί με συμφυρμό των τ. φάρυγξ και λαιμός. Η ομοιότητα, πάντως, της δεύτερης συλλαβής -ρυγξ και στους δύο τ. με το εκφραστικό έρρινο σύμφωνο είναι χαρακτηριστική. Κατ' άλλους, ο τ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα lr της ινδ. ρίζας (s)ler- και συνδέεται με λατ. lurco «φαγάς, λαίμαργος» και μσν. γερμ. slarc «λάρυγξ».
ΠΑΡ. λαρύγγι, λαρυγγίζω, λαρυγγικός
αρχ.
λαρυγγός
αρχ.-μσν.
λαρυγγιώ
νεοελλ.
λαρυγγιώδης.
ΣΥΝΘ. λαρυγγόφωνος
αρχ.
λαρυγγοτομώ].