λασανοφόρος

English (LSJ)

ὁ, slave who had charge of the night-stool, Plu. 2.182c, 360d

German (Pape)

[Seite 17] den Nachttopf tragend, Plut. reg. apophth. p. 106.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte la chaise percée.
Étymologie: λάσανον, φέρω.

Greek Monolingual

λασανοφόρος, ὁ (Α)
δούλος που φρόντιζε τα κοπροδοχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάσανον + -φόρος (< φέρω)].

Russian (Dvoretsky)

λᾰσᾰνοφόρος:раб, на обязанности которого лежало приносить стульчак Plut.