λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
δμώς, δμωός, κατάχυσμα, κτῆμα, στρώτης, λασανοφόρος, δοῦλος, παιδαγωγός, ὑποδμώς, ἀργυρώνητος, δούλευμα, λάτρις, λατρεία, οἰκέτης, ἀνδράποδον, ἄνθρωπος