λατρευτός

English (LSJ)

λατρευτή, λατρευτόν, = λατρευτικός (servile), ἔργον LXX Ex. 12.16.

Greek (Liddell-Scott)

λατρευτός: -ή, -όν, δουλικός, ἔργον Ἑβδ. (Ἔξ. ΙΒ΄, 16). ΙΙ. ὃν πρέπει νὰ λατρεύῃ τις, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM λατρευτός, -ή, -όν) λατρεύω
1. αυτός που τον αγαπούν πάρα πολύ, πολυαγαπημένος, λατρεμένος («λατρευτή μου μητέρα»)
2. άξιος λατρείας, αξιολάτρευτος («ω χεράκια λατρευτά», Παλαμ.)
αρχ.
αυτός που υπηρετεί ή αναφέρεται στην υπηρεσία, υπηρετικός, δουλικός («πᾶν ἔργον λατρευτὸν οὐ ποιήσετε ἐν αὐταῖς», ΠΔ). Επιρρ. λατρευτῶς (Μ)
λατρευτικά.