δουλικός
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
English (LSJ)
δουλική, δουλικόν, = δούλιος (slavish, servile) 1,
A ὅπλον X.Cyr.7.4.15 (Sup.); διακονήματα Pl.Tht.175e; ἔργον Araros18; δ. καὶ ταπεινὰ πράγματα ποιεῖν D.57.45; δουλικώτεροι τὰ ἤθη Arist.Pol.1285a20; δουλικὸς πόλεμος = slave-war, Plu.Crass.10. Adv. δουλικῶς Phryn.Com.2D., X.Oec.10.10: Comp. δουλικώτερον Arr.Epict.4.1.25.
2 = δούλιος (of a slave, slave's) 2, παιδίον, σώματα, BGU1120.10 (i B. C.), 26.23 (i A. D.).
Spanish (DGE)
δουλική, δουλικόν
I 1que es del esclavo o pertenece al esclavo, servil τὸ ὅπλον δουλικώτατον arma muy servil ref. las hondas, X.Cyr.7.4.15, διακονήματα Pl.Tht.175e, ἔργον Arar.18, ἐσθῆτες Plb.14.1.13, χρεῖαι Ph.2.451, 463, δουλικὸς πόλεμος guerra de los esclavos Plu.Crass.10, 11, Pomp.21, Mon.Anc.Gr.15.17, φρύαγμα Arr.Epict.4.1.150, γενέσεις Vett.Val.100.25, cf. Arr.Epict.4.1.25
•subst. τὸ δουλικόν = basamento reservado para sepultar a un esclavo, zócalo reservado para sepultar a un esclavo ἡ μάκρα σὺν τῷ δουλικῷ MAMA 3.795 (Cilicia III d.C.)
•fig. al estilo de un esclavo, que es como de un esclavo τοῦτο μέντοι δουλικὸν εὐθὺς πεπόηκας Ar.R.743, δουλικὰ καὶ ταπεινὰ πράγματα ποιεῖν D.57.45, δουλικώτεροι ... τὰ ἤθη Arist.Pol.1285a20, ἐπιστῆμαι Arist.Pol.1255b30, δουλικώτατον μέν ἐστι τὸ τρυφᾶν lo más servil es el ser delicado Plu.Alex.40
•de la condición humana en rel c. Dios δ. ἀξία Basil.Spir.29.16, de Cristo τῷ δουλικῷ προσωπείῳ Gr.Nyss.Hom.in Cant.381.18.
2 que es esclavo τὰ δουλικὰ σώματα los esclavos Plb.2.6.6, BGU 26.23 (I d.C.), cf. Plb.1.85.1, παιδίον BGU 1112.10 (I a.C.)
•subst. τὸ δουλικόν = esclavo, Peripl.M.Rubri 13, Vett.Val.187.6.
II adv. δουλικῶς = a la manera de un esclavo σὺ δ' εἰσιοῦσα δουλικῶς ἐνσκεύασαι Phryn.Com.39, καθῆσθαι op. δεσποτικῶς X.Oec.10.10, δουλικῶς ἀφαιρεῖ τὸ σανδάλιον Luc.Herod.5, ζῇν δουλικῶς op. ἀποθανεῖν εὐγενῶς Gal.14.236.
German (Pape)
[Seite 661] knechtisch; γένος Plat. Polit. 309 a; διακονήματα Theaet. 175 e; ἔργον Araros Poll. 3, 75; καὶ ταπεινὰ πράγματα Dem. 57, 45; ἐργασία Arist. pol. 1, 11; Sp., wie Plut., πόλεμος, Sklavenkrieg. Crass. 10. – Adv., δουλικῶς καθῆσθαι Xen. Oec. 10, 10.
French (Bailly abrégé)
δουλική, δουλικόν :
1 d'esclave, servile;
2 qui convient à un esclave, digne d'un esclave.
Étymologie: δοῦλος.
Russian (Dvoretsky)
δουλικός: Xen., Plat., Arst., Dem., Luc. = δούλιος: ὁ δ. πόλεμος Plut. (лат. bellum servile) Невольническая война.
Greek (Liddell-Scott)
δουλικός: δουλική, δουλικόν, =τῷ ἑπομ. (ὃ ἴδε), Ξεν. Κύρ. 7. 4, 15, Πλάτ. Θεαιτ. 175Ε, κτλ.-Ἐπίρρ. -κῶς, Ξεν. Οἰκ. 10. 10.
Greek Monolingual
(I)
δουλική, δουλικό (AM δουλικός, δουλική, δουλικόν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δούλο ή στη δουλεία
2. αυτός που γίνεται από δούλους («δουλικός πόλεμος»)
3. αυτός που ταιριάζει σε δούλο, ευτελής, ταπεινός
(«δουλική συμπεριφορά»)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το δουλικό- υπηρέτρια, δούλα
2. στον πληθ. τα δουλικά
το υπηρετικό προσωπικό, άντρες και γυναίκες
μσν.
υποταγμένος, αφοσιωμένος
II. επίρρ. δουλικά και δουλικώς (AM δουλικῶς)
όπως ταιριάζει σε δούλο
μσν.
ευλαβικά, με σεβασμό.
Greek Monotonic
δουλικός: δουλική, δουλικόν (δοῦλος), αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε δούλο, δουλικός, δουλοπρεπής, σε Ξεν., Πλάτ.· επίρρ. -κῶς, σε Ξεν.
Middle Liddell
δουλικός, δουλική, δουλικόν adj δοῦλος
of or for a slave, servile, Xen., Plat.: adv. -κῶς, Xen.
Translations
slavish
Bulgarian: робски; Czech: otrocký; Dutch: slaafs; Finnish: orjamainen, orjallinen; German: sklavisch; Ancient Greek: δούλιος, δουλικός; Irish: moghach; Latin: servilis; Polish: niewolniczy; Portuguese: servil; Russian: рабский, покорный; Swedish: slavisk, trälaktig
servile
Bulgarian: робски, сервилен, раболепен; Chinese Mandarin: 低三下四; Finnish: alamainen, orjallinen, orjamainen, orja-; French: servile; Galician: servil; German: sklavisch, unterwürfig, servil, hündisch; Greek: δουλικός; Irish: moghach, uiríseal; Italian: servile, adulatore, leccapiedi; Japanese: 卑屈な, 奴隷の; Latin: humilis, obnoxius, vernilis; Middle English: serviable, servisable, servyle; Old Armenian: ցած; Plautdietsch: dommbleed; Polish: lokajski, niewolniczy, uniżony; Portuguese: servil; Romanian: servil, slugarnic; Russian: подобострастный, раболепный, холопский, рабский; Swedish: servil, devot, fjäskig, underdånig; Swedish: slav-