λαχανοπάζαρο
Greek Monolingual
το
λαχαναγορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανο + παζάρι. Η λ., στον λόγιο τ. λαχανοπάζαρον, μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Εφημερίς].
το
λαχαναγορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανο + παζάρι. Η λ., στον λόγιο τ. λαχανοπάζαρον, μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Εφημερίς].