λαῖδος

English (LSJ)

v. λῆδος.

German (Pape)

[Seite 6] τό, = λῇδος, leichtes, dünnes Kleid, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

λαῖδος: τό, = λῆδος, ἐλαφρὸν λεπτὸν ἔνδυμα, «τριβώνιον» Ἡσύχ.