Greek (Liddell-Scott)
λεπτὸν: (ἐξυπακ. τοῦ ἔντερον), τό, τὸ ἑπόμενον τῷ δωδεκαδακτύλῳ ἐντέρῳ, μικρὸν ἔντερον, Ἱππ. 169Β, 191Β. ΙΙ. (ἐξυπακ. τοῦ νόμισμα), μικρὸν νόμισμα, τὸ 1/336 τῆς δραχμῆς, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 2, Φώτ. ἐν λέξ. ὀβολός· πρβλ. λεπτός.