λαῦρος

English (LSJ)

freq. f.l. for λάβρος.

German (Pape)

[Seite 19] = λαβρός, VLL. schlechte Schreibart.

Greek (Liddell-Scott)

λαῦρος: παρὰ τοῖς Γραμμ. καὶ ἐν Ἀντιγράφ. ἀντὶ λάβρος, ἴδε Δινδόρφ. ἐν Στεφ. Θησαυρ.

Greek Monolingual

-η, -ο
(εσφ. γρφ.) λάβρος.