λείκτης

English (LSJ)

λείκτου, ὁ, (λείχω) = Lat. cunnilingus, Sch.Ar.Pax883, Teucer in Cat.Cod.Astr.8(4).196.

Greek Monolingual

λείκτης, ὁ (Α) λείχω
γλείφτης, αυτός που γλείφει.