γλείφτης

From LSJ

οὐκ ἐᾷ με καθεύδειν τὸ τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιον → Miltiades' trophy does not let me sleep

Source

Greek Monolingual

ο γλείφω
αυτός που γλείφει κάποιον, δηλ. τον κολακεύει δουλικά.