λεβήτων

Greek (Liddell-Scott)

λεβήτων: -ωνος, ὁ, = κολόβιον, Παλλαδ. Λαυσ. 1099D, 1138Α, κλ.

Greek Monolingual

λεβήτων, -ωνος, ὁ (Α)
βλ. λεβιτών.