λεβιτών

From LSJ

ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational

Source

Greek Monolingual

λεβιτών -ῶνος και λευϊτών, -ῶνος και λεβήτων, -ωνος, ὁ (Α)
είδος χιτωνίσκου με κοντά μανίκια ή χωρίς μανίκια.