λειαντήρας

Greek Monolingual

ο (Α λειαντήρ και λεαντήρ, -ῆρος, θηλ. λεάντειρα) λειαίνω
αυτός που κάνει κάτι λείο
νεοελλ.
εργαλείο με το οποίο λειαίνονται επιφάνειες.