Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
λειχούδης
Greek Monolingual
και λιχούδης -α -ικο, θηλ. και λ(ε)ιχούδισσα αυτός που ορέγεται πολύ, που επιθυμεί πολύ τα φαγητά, ιδίως τα εκλεκτά, αδηφάγος, γαστρίμαργος, λαίμαργος. [ΕΤΥΜΟΛ.< θ. λειχ- του λείχω+ κατάλ. -ούδης].