αδηφάγος
From LSJ
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
Greek Monolingual
-ο (Α ἀδηφάγος -ον)
1. (για έμψυχα) αυτός που τρώει με βουλιμία, λαίμαργος, αχόρταγος, φαγάς
2. (για άψυχα) αυτός που κατατρώει, που καταναλίσκει ή καταστρέφει κάτι («ἀδηφάγο πῡρ»)
νεοελλ.
άπληστος, αχόρταγος
αρχ.
αυτός που κοστίζει πολλά, ακριβός, πολυδάπανος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄδην + -φάγος < ἔφαγον, του ρ. ἐσθίω.
ΠΑΡ. ἀδηφαγία
αρχ.
ἀδηφαγῶ].