αδηφάγος
From LSJ
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
Greek Monolingual
-ο (Α ἀδηφάγος -ον)
1. (για έμψυχα) αυτός που τρώει με βουλιμία, λαίμαργος, αχόρταγος, φαγάς
2. (για άψυχα) αυτός που κατατρώει, που καταναλίσκει ή καταστρέφει κάτι («ἀδηφάγο πῡρ»)
νεοελλ.
άπληστος, αχόρταγος
αρχ.
αυτός που κοστίζει πολλά, ακριβός, πολυδάπανος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄδην + -φάγος < ἔφαγον, του ρ. ἐσθίω.
ΠΑΡ. ἀδηφαγία
αρχ.
ἀδηφαγῶ].