λειόφλοιος

English (LSJ)

λειόφλοιον, smooth-barked, Thphr. HP 1.5.2, CP5.7.2 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 24] mit glatter Rinde, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

λειόφλοιος: -ον, ἔχων ὁμαλὸν φλοιόν, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 1. 5, 2, κτλ.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α λειόφλοιος, -ον)
αυτός που έχει ομαλό, λείο φλοιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -φλοιος (< φλοιός), πρβλ. ρηξίφλοιος, τανύφλοιος].