λεμβοδρομία

Greek Monolingual

η
αγώνας ταχύτητας λέμβων που κινούνται με πανιά ή κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεμβοδρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Ειρηναίο Ασώπιο].