λεοντική, λεοντικόν, of a lion, τὰ λ., in Mithraic mysteries, Porph.Abst.4.16, Antr.15.
[Seite 28] den Löwen betreffend, Sp.
ή, όν :de lion.Étymologie: λέων.
λεοντικός, -ή, -όν (Α) λέωναυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λιοντάρι.