= πέσσω, in pf. Pass., Stratt.77, Hsch.
[Seite 29] wird von Phot. lex. durch πέττω erkl., u. λελεπασμένον aus Strattis angeführt.
λεπάζω: πέσσω, ἐν τῷ Παθ. πρκμ., «λελεπασμένον· πεπεμμένον. οὕτως Στράττις» Φώτ., Ἡσύχ.