λεπτόψηφος

English (LSJ)

λεπτόψηφον, with small spots, of red porphyry with white granules, Plin.HN36.57.

Greek Monolingual

λεπτόψηφος, -ον (Α)
κατασκευασμένος με λεπτές ψηφίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + ψῆφος (πρβλ. ισόψηφος, ομόψηφος)].