λεπτόϊνος

English (LSJ)

[ῑ], ον, (ἴς A) with fine fibres, Thphr. HP 3.9.3.

German (Pape)

[Seite 30] fein-, dünnfaserig, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτόϊνος: [ῑ], -ον, (ἴς ΙΙ. 2) ἔχων λεπτὰς ἶνας, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 3.

Greek Monolingual

λεπτόϊνος, -ον (Α)
αυτός που έχει λεπτές ίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -ινος (< ἴς, ἰν-ός), πρβλ. λευκό-ινος].