λευκοχρώματος
English (LSJ)
λευκοχρώματον, = λευκόχρως (white-skinned, colourless), Phint. ap. Stob.4.23.61a.
German (Pape)
[Seite 35] = Folgdm, Phintys bei Stob. fl. 74, 61.
Greek (Liddell-Scott)
λευκοχρώματος: -ον, = τῷ ἑπομ., Φίντυς παρὰ Στοβ. 444. 58.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α λευκοχρώματος, -ον)
αυτός που έχει λευκό χρώμα, άσπρος.