λευκόχαλκος
Greek (Liddell-Scott)
λευκόχαλκος: ὁ, ὁ ὀρείχαλκος, Δουκάγγ.
Greek Monolingual
ο (Μ λευκόχαλκος)
νεοελλ.
(μεταλργ.) κράμα νικελίου και χαλκού, αλλ. αλπακάς
μσν.
μπρούντζος.
λευκόχαλκος: ὁ, ὁ ὀρείχαλκος, Δουκάγγ.
ο (Μ λευκόχαλκος)
νεοελλ.
(μεταλργ.) κράμα νικελίου και χαλκού, αλλ. αλπακάς
μσν.
μπρούντζος.